Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραύᾱ
παραυδάω
παραυιδών
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
View word page
παράτροφοι
παράτροφοιωνm.plπαρατρέφω those brought up alongsidethe children of the householdhome-bred slavesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράτροφοι
Headword (normalized):
παράτροφοι
Headword (normalized/stripped):
παρατροφοι
IDX:
31190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31191
Key:
παράτροφοι

Data

{'headword_display': '<b>παράτροφοι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράτροφοι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>παρατρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>those brought up alongside<Expl>the children of the household</Expl></Def><Tr>home-bred slaves</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράτροφοι'}