Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραύᾱ
παραυδάω
παραυιδών
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
View word page
παράτροπος
παράτροποςονadj of sexual unionsdeviatingfr. proprietyaberrant, illicitPi. of a songable to avertw.gen.deathE.

ShortDef

turned aside, lawless, strange, unusual

Debugging

Headword:
παράτροπος
Headword (normalized):
παράτροπος
Headword (normalized/stripped):
παρατροπος
IDX:
31189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31190
Key:
παράτροπος

Data

{'headword_display': '<b>παράτροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παράτροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sexual unions</Indic><Def>deviating<Expl>fr. propriety</Expl></Def><Tr>aberrant, illicit</Tr><Au>Pi.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a song</Indic><Tr>able to avert<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>death</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παράτροπος'}