Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραύᾱ
παραυδάω
παραυιδών
παραυλίζω
View word page
παρατροπᾱ́
παρατροπᾱ́ᾶςdial.fπαρατρέπω turning asideavertingw.gen.of deathE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρατροπᾱ́
Headword (normalized):
παρατροπᾱ́
Headword (normalized/stripped):
παρατροπα
IDX:
31187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31188
Key:
παρατροπᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>παρατροπᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρατροπᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>παρατρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>turning aside</Def><Tr>averting<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of death</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρατροπᾱ́'}