Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραύᾱ
παραυδάω
View word page
παρατριβή
παρατριβήῆςfπαρατρῑ́βω fig.friction, strained relationsbetw. people, citiesPlb.

ShortDef

rubbing against one another

Debugging

Headword:
παρατριβή
Headword (normalized):
παρατριβή
Headword (normalized/stripped):
παρατριβη
IDX:
31185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31186
Key:
παρατριβή

Data

{'headword_display': '<b>παρατριβή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρατριβή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παρατρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>friction, strained relations<Expl>betw. people, cities</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρατριβή'}