Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
View word page
παράτονος
παράτονοςονadjπαρατείνω of a dead woman's armsstretched alongsidehanging limp by one's sidesE.

ShortDef

stretched beside, hanging down by the side

Debugging

Headword:
παράτονος
Headword (normalized):
παράτονος
Headword (normalized/stripped):
παρατονος
IDX:
31180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31181
Key:
παράτονος

Data

{'headword_display': '<b>παράτονος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παράτονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρατείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dead woman's arms</Indic><Def>stretched alongside</Def><Tr>hanging limp by one's sides</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'παράτονος'}