Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
View word page
παρά-τολμος
παρά-τολμοςονadjτόλμα of a womanabnormally boldPlu.

ShortDef

foolhardy

Debugging

Headword:
παράτολμος
Headword (normalized):
παράτολμος
Headword (normalized/stripped):
παρατολμος
IDX:
31179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31180
Key:
παράτολμος

Data

{'headword_display': '<b>παρά-τολμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρά-τολμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόλμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>abnormally bold</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παράτολμος'}