Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασχίστης
παρατανύω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
παρατίθημι
παρατίλλω
παράτολμος
παράτονος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατριβή
παρατρῑ́βω
View word page
παρατήρησις
παρατήρησιςεωςf close attentionto someone or sthg.Plb.watching outfor the coming of God's kingdomNT.

ShortDef

observation

Debugging

Headword:
παρατήρησις
Headword (normalized):
παρατήρησις
Headword (normalized/stripped):
παρατηρησις
IDX:
31176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31177
Key:
παρατήρησις

Data

{'headword_display': '<b>παρατήρησις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>παρατήρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>close attention<Expl>to someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>watching out<Expl>for the coming of God's kingdom</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>", 'key': 'παρατήρησις'}