Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραστρέφω
παραστρωφάομαι
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύνθημα
παρασῡ́ρω
παρασφάλλω
παρασχεδόν
παρασχεθεῖν
παρασχίζω
παρασχίστης
παρατανύω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατηρέω
παρατήρησις
View word page
παρασχίστης
παρασχίστηςουm criminal who mutilates the body of his victim by cutting itripper, slasherPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρασχίστης
Headword (normalized):
παρασχίστης
Headword (normalized/stripped):
παρασχιστης
IDX:
31166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31167
Key:
παρασχίστης

Data

{'headword_display': '<b>παρασχίστης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρασχίστης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>criminal who mutilates the body of his victim by cutting it</Def><Tr>ripper, slasher</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρασχίστης'}