Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παραστρωφάομαι
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύνθημα
παρασῡ́ρω
παρασφάλλω
παρασχεδόν
παρασχεθεῖν
παρασχίζω
παρασχίστης
παρατανύω
παράταξις
παρατάσσω
παρατείνω
παρατείχισμα
παρατεκταίνομαι
παρατέμνω
παρατεταγμένως
παρατηρέω
View word page
παρα-σχίζω
παρα-σχίζωvb intr., of embalmerscut lengthwaysw. παρά + acc.along the side of a corpseHdt.

ShortDef

to rip up lengthwise, slit up

Debugging

Headword:
παρασχίζω
Headword (normalized):
παρασχίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασχιζω
IDX:
31165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31166
Key:
παρασχίζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-σχίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-σχίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>intr., of embalmers</Indic><Tr>cut lengthways</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>παρά</Ref> + acc.</GLbl>along the side of a corpse<Au>Hdt.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'παρασχίζω'}