Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστενάχομαι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παραστρωφάομαι
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύνθημα
παρασῡ́ρω
παρασφάλλω
παρασχεδόν
παρασχεθεῖν
παρασχίζω
παρασχίστης
παρατανύω
παράταξις
παρατάσσω
View word page
παρα-συλλέγομαι
παρα-συλλέγομαιpass.vbaor.2 ptcpl.
παρασυλλεγείς
of peopleassemble togetherw.dat.w. someoneAnd.

ShortDef

to assemble with others

Debugging

Headword:
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized):
παρασυλλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασυλλεγομαι
IDX:
31159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31160
Key:
παρασυλλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-συλλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-συλλέγομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 ptcpl.</Lbl><Form>παρασυλλεγείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of people</Indic><Tr>assemble together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>And.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρασυλλέγομαι'}