Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράστασις
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστενάχομαι
παραστρατηγέω
παραστρατοπεδεύω
παραστρέφω
παραστρωφάομαι
παρασυγγραφέω
παρασυλλέγομαι
παρασύνθημα
παρασῡ́ρω
παρασφάλλω
παρασχεδόν
παρασχεθεῖν
παρασχίζω
παρασχίστης
παρατανύω
View word page
παρα-στρωφάομαι
παρα-στρωφάομαιmid.pass.contr.vb of the eyes of ploughing oxenturn sideways, rollapp. fr. exhaustionAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραστρωφάομαι
Headword (normalized):
παραστρωφάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραστρωφαομαι
IDX:
31157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31158
Key:
παραστρωφάομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-στρωφάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-στρωφάομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the eyes of ploughing oxen</Indic><Tr>turn sideways, roll<Expl>app. fr. exhaustion</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραστρωφάομαι'}