Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρᾶσσον
παρᾴσσω
παράστᾱ
παρασταδόν
παραστάς
παράστασις
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παραστείχω
παραστενάχομαι
παραστρατηγέω
View word page
παράστᾱ
παράστᾱathem.aor.imperatv.seeπαρίσταμαι, underπαρίστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράστᾱ
Headword (normalized):
παράστᾱ
Headword (normalized/stripped):
παραστα
IDX:
31144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31145
Key:
παράστᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παράστᾱ</b>', 'content': '<XE><RefFm>παράστᾱ<LblR>athem.aor.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παρίσταμαι</Ref>, under<Ref>παρίστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παράστᾱ'}