Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρᾶσσον
παρᾴσσω
View word page
παρα-σοβέω
παρα-σοβέωcontr.vb of a womanstrut pastPlu.

ShortDef

to scare away

Debugging

Headword:
παρασοβέω
Headword (normalized):
παρασοβέω
Headword (normalized/stripped):
παρασοβεω
IDX:
31133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31134
Key:
παρασοβέω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-σοβέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-σοβέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>strut past</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρασοβέω'}