Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρᾶσσον
View word page
παρα-σκώπτω
παρα-σκώπτωvb make a casual jesthHom. Plu.jest at, mocksomeone or sthg.Men. Plu.

ShortDef

to jeer indirectly

Debugging

Headword:
παρασκώπτω
Headword (normalized):
παρασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
παρασκωπτω
IDX:
31132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31133
Key:
παρασκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-σκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-σκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make a casual jest</Tr><Au>hHom. Plu.</Au><vS2><Tr>jest at, mock</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Men. Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'παρασκώπτω'}