Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
παράσῑτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
παρασπίζω
View word page
παρασκευαστός
παρασκευαστόςόνadj of virtueacquirablePl.

ShortDef

that can be provided

Debugging

Headword:
παρασκευαστός
Headword (normalized):
παρασκευαστός
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστος
IDX:
31126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31127
Key:
παρασκευαστός

Data

{'headword_display': '<b>παρασκευαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρασκευαστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of virtue</Indic><Tr>acquirable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρασκευαστός'}