Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
παράσῑτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασπάω
View word page
παρασκευαστικός
παρασκευαστικόςή όνadj skilled at provisionw.gen.of military suppliesX.

ShortDef

skilled in providing

Debugging

Headword:
παρασκευαστικός
Headword (normalized):
παρασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστικος
IDX:
31125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31126
Key:
παρασκευαστικός

Data

{'headword_display': '<b>παρασκευαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρασκευαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>skilled at provision<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of military supplies</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρασκευαστικός'}