Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
παράσῑτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
View word page
παρασκευαστής
παρασκευαστήςοῦm providerof foodPl.

ShortDef

a provider

Debugging

Headword:
παρασκευαστής
Headword (normalized):
παρασκευαστής
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστης
IDX:
31124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31125
Key:
παρασκευαστής

Data

{'headword_display': '<b>παρασκευαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρασκευαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>provider<Expl>of food</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρασκευαστής'}