Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρασάσσω
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
παράσῑτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασοβέω
View word page
παρασκεύασμα
παρασκεύασμαατοςn techniquefor promoting health, ref. to exercise or sim.X.

ShortDef

anything prepared, apparatus

Debugging

Headword:
παρασκεύασμα
Headword (normalized):
παρασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
παρασκευασμα
IDX:
31123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31124
Key:
παρασκεύασμα

Data

{'headword_display': '<b>παρασκεύασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρασκεύασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>technique<Expl>for promoting health, ref. to exercise or sim.</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρασκεύασμα'}