Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράρυθμος
παραρῡ́ματα
παρασάγγης
παρασάσσω
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
παράσῑτος
παρασιωπάω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνέω
παρασκήνια
παρασκιρτάω
View word page
παράσῑτος
παράσῑτοςουm one who dines at another's tableand repays him w. flatteryparasiteThphr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράσῑτος
Headword (normalized):
παράσῑτος
Headword (normalized/stripped):
παρασιτος
IDX:
31120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31121
Key:
παράσῑτος

Data

{'headword_display': '<b>παράσῑτος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>παράσῑτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who dines at another's table<Expl>and repays him w. flattery</Expl></Def><Tr>parasite</Tr><Au>Thphr.</Au></nS1></NE>", 'key': 'παράσῑτος'}