Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
παραρρῑ́πτω
παραρρῡ́ματα
παραρρύσεις
παραρτάομαι
παραρτέομαι
παραρτίζομαι
παράρυθμος
παραρῡ́ματα
παρασάγγης
παρασάσσω
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
παρασῑτέω
View word page
παρ-αρτίζομαι
παρ-αρτίζομαιmid.vbaor.ptcpl.
παραρτισάμενος
fit out, equipshipsPlu.v.l. παραρτυσάμενος

ShortDef

prepare beside

Debugging

Headword:
παραρτίζομαι
Headword (normalized):
παραρτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρτιζομαι
IDX:
31109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31110
Key:
παραρτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αρτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-αρτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>παραρτισάμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>fit out, equip</Tr><Obj>ships<Au>Plu.<LblR>v.l. <Gr>παραρτυσάμενος</Gr></LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραρτίζομαι'}