Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράρθρησις
πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
παραρρῑ́πτω
παραρρῡ́ματα
παραρρύσεις
παραρτάομαι
παραρτέομαι
παραρτίζομαι
παράρυθμος
παραρῡ́ματα
παρασάγγης
παρασάσσω
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
παράσημος
View word page
παρ-αρτέομαι
παρ-αρτέομαιmid.contr.vb3sg.plpf.
παρήρτητο
make ready, preparea military force, shipsHdt.intr.w. ὡς + prep.phr. + fut.ptcpl.for sthg., for doing sthg.Hdt.

ShortDef

to fit out for oneself

Debugging

Headword:
παραρτέομαι
Headword (normalized):
παραρτέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρτεομαι
IDX:
31108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31109
Key:
παραρτέομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αρτέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-αρτέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.plpf.</Lbl><Form>παρήρτητο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>make ready, prepare</Tr><Obj>a military force, ships<Au>Hdt.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ὡς</Ref> + prep.phr.<or/> + fut.ptcpl.</GLbl>for sthg., for doing sthg.<Au>Hdt.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'παραρτέομαι'}