Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράπτωσις
παράρθρησις
πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
παραρρῑ́πτω
παραρρῡ́ματα
παραρρύσεις
παραρτάομαι
παραρτέομαι
παραρτίζομαι
παράρυθμος
παραρῡ́ματα
παρασάγγης
παρασάσσω
παράσειρος
παρασείω
παρασημαίνομαι
παρασημασίᾱ
View word page
παρ-αρτάομαι
παρ-αρτάομαιpass.contr.vb3sg.plpf.
παρήρτητο
of a swordbe hung by one's sidePlu.

ShortDef

to be hung by one's side

Debugging

Headword:
παραρτάομαι
Headword (normalized):
παραρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρταομαι
IDX:
31107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31108
Key:
παραρτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αρτάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρ-αρτάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.plpf.</Lbl><Form>παρήρτητο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a sword</Indic><Tr>be hung by one's side</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'παραρτάομαι'}