Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραπόλλῡμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπρᾱ́σσω
παραπρεσβείᾱ
παραπρεσβεύω
παραπρίσματα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παράρθρησις
πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
παραρρῑ́πτω
παραρρῡ́ματα
παραρρύσεις
View word page
παράπτωμα
παράπτωμαατοςnπαραπίπτω slip, blunderPlb.offence, sinNT.

ShortDef

a false step, a transgression, trespass

Debugging

Headword:
παράπτωμα
Headword (normalized):
παράπτωμα
Headword (normalized/stripped):
παραπτωμα
IDX:
31096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31097
Key:
παράπτωμα

Data

{'headword_display': '<b>παράπτωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράπτωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>παραπίπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>slip, blunder</Tr><Au>Plb.</Au><nS2><Tr>offence, sin</Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'παράπτωμα'}