Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραποδύομαι
παραποιέω
παραπόλλῡμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπρᾱ́σσω
παραπρεσβείᾱ
παραπρεσβεύω
παραπρίσματα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παράρθρησις
πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
παραρρῑ́πτω
View word page
παρα-πρίσματα
παρα-πρίσματατωνn.plπρῑ́ω fig.sawn-off piecesw.gen.of words or verses, ref. to carefully honed expressionsAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραπρίσματα
Headword (normalized):
παραπρίσματα
Headword (normalized/stripped):
παραπρισματα
IDX:
31094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31095
Key:
παραπρίσματα

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πρίσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρα-πρίσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>πρῑ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>sawn-off pieces<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of words or verses, ref. to carefully honed expressions</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραπρίσματα'}