Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραποδίζω
παραποδύομαι
παραποιέω
παραπόλλῡμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπρᾱ́σσω
παραπρεσβείᾱ
παραπρεσβεύω
παραπρίσματα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παράρθρησις
πάρᾱρος
παραρράπτομαι
παραρρέω
παραρρήγνῡμι
παραρρητός
View word page
παρα-πρεσβεύω
παρα-πρεσβεύωvb be guilty of misconduct as an ambassador Aeschin. D.mid.Isoc. Pl. D.

ShortDef

to execute an embassy dishonestly

Debugging

Headword:
παραπρεσβεύω
Headword (normalized):
παραπρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
παραπρεσβευω
IDX:
31093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31094
Key:
παραπρεσβεύω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πρεσβεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-πρεσβεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be guilty of misconduct as an ambassador</Tr> <Au>Aeschin. D.</Au><vS2><Indic>mid.</Indic><Au>Isoc. Pl. D.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'παραπρεσβεύω'}