Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστῡ́ς
ἀκοντοβόλος
ᾱ̓κόντως
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἄκος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμίᾱ
View word page
ᾱ̓κόντως
ᾱ̓κόντωςadvsee underᾱ̓́κων

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓κόντως
Headword (normalized):
ᾱ̓κόντως
Headword (normalized/stripped):
ακοντως
IDX:
3108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3109
Key:
ᾱ̓κόντως

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓κόντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̓κόντως</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ᾱ̓́κων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̓κόντως'}