Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραπλῆξ
παραπλήσιος
παράπλους
παραπλώω
παραπνέω
παραποδίζω
παραποδύομαι
παραποιέω
παραπόλλῡμι
παραπομπή
παραπομπός
παραπορεύομαι
παραποτάμιος
παραπρᾱ́σσω
παραπρεσβείᾱ
παραπρεσβεύω
παραπρίσματα
παράπτομαι
παράπτωμα
παράπτωσις
παράρθρησις
View word page
παραπομπός
παραπομπόςόνadj of shipsacting as escort, providing a convoyPlb.

ShortDef

escorting

Debugging

Headword:
παραπομπός
Headword (normalized):
παραπομπός
Headword (normalized/stripped):
παραπομπος
IDX:
31088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31089
Key:
παραπομπός

Data

{'headword_display': '<b>παραπομπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραπομπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>acting as escort, providing a convoy</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραπομπός'}