Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓κοντί
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστῡ́ς
ἀκοντοβόλος
ᾱ̓κόντως
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἄκος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
View word page
ἀκοντο-βόλος
ἀκοντο-βόλοςονadjἄκωνβάλλω of a tribejavelin-throwingAR.

ShortDef

dart-throwing

Debugging

Headword:
ἀκοντοβόλος
Headword (normalized):
ἀκοντοβόλος
Headword (normalized/stripped):
ακοντοβολος
IDX:
3107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3108
Key:
ἀκοντοβόλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκοντο-βόλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκοντο-βόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄκων</Ref><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tribe</Indic><Tr>javelin-throwing</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκοντοβόλος'}