Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνῡμι
παραπηδάω
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παραπλευρίδια
παραπλέω
παραπληκτός
παραπλῆξ
παραπλήσιος
παράπλους
παραπλώω
παραπνέω
παραποδίζω
παραποδύομαι
παραποιέω
παραπόλλῡμι
παραπομπή
View word page
παρα-πληκτός
παρα-πληκτόςόνadjπλήσσω of a killer's handstricken with madnessfrenziedS.of criesMelanipp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραπληκτός
Headword (normalized):
παραπληκτός
Headword (normalized/stripped):
παραπληκτος
IDX:
31077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31078
Key:
παραπληκτός

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πληκτός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παρα-πληκτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a killer's hand</Indic><Def>stricken with madness</Def><Tr>frenzied</Tr><Au>S.</Au><aS2><Indic>of cries</Indic><Au>Melanipp.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'παραπληκτός'}