Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παραπέμπω
παραπετάννῡμι
παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνῡμι
παραπηδάω
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παραπλευρίδια
παραπλέω
παραπληκτός
παραπλῆξ
παραπλήσιος
παράπλους
παραπλώω
παραπνέω
View word page
παρα-πίμπραμαι
παρα-πίμπραμαιpass.vbπίμπρημι of a horse's legsbe liable to become inflamedX.

ShortDef

to be inflamed

Debugging

Headword:
παραπίμπραμαι
Headword (normalized):
παραπίμπραμαι
Headword (normalized/stripped):
παραπιμπραμαι
IDX:
31072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31073
Key:
παραπίμπραμαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πίμπραμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρα-πίμπραμαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>πίμπρημι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a horse's legs</Indic><Tr>be liable to become inflamed</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'παραπίμπραμαι'}