Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρᾱ́ορος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παραπέμπω
παραπετάννῡμι
παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνῡμι
παραπηδάω
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παραπλευρίδια
παραπλέω
παραπληκτός
View word page
παρα-πεπληγμένος
παρα-πεπληγμένοςη ονpf.pass.ptcpl.adjπλήσσω of a personstruck awryderanged, demented, madAr. Plu.of laughter, decisionsE. Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραπεπληγμένος
Headword (normalized):
παραπεπληγμένος
Headword (normalized/stripped):
παραπεπληγμενος
IDX:
31067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31068
Key:
παραπεπληγμένος

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πεπληγμένος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρα-πεπληγμένος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>struck awry</Def><Tr>deranged, demented, mad</Tr><Au>Ar. Plu.</Au><aS2><Indic>of laughter, decisions</Indic><Au>E. Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'παραπεπληγμένος'}