Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράξενος
παραξιφίς
παραξόνιον
παρᾱ́ορος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παραπέμπω
παραπετάννῡμι
παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνῡμι
παραπηδάω
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
View word page
παρα-πειράομαι
παρα-πειράομαιmid.contr.vb of seersmake trial of, test the will ofw.gen.ZeusPi.

ShortDef

make trial of

Debugging

Headword:
παραπειράομαι
Headword (normalized):
παραπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπειραομαι
IDX:
31064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31065
Key:
παραπειράομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πειράομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-πειράομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of seers</Indic><Tr>make trial of, test the will of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>Zeus<Au>Pi.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραπειράομαι'}