Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
παραξιφίς
παραξόνιον
παρᾱ́ορος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παραπέμπω
παραπετάννῡμι
παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνῡμι
παραπηδάω
View word page
παρ-απατάω
παρ-απατάωcontr.vb trick, distractsomeonew.dat.w. wineA.dub.seeπαραπαφίσκω

ShortDef

to deceive, cajole

Debugging

Headword:
παραπατάω
Headword (normalized):
παραπατάω
Headword (normalized/stripped):
παραπαταω
IDX:
31061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31062
Key:
παραπατάω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-απατάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-απατάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>trick, distract</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. wine</Expl><Au>A.<LblR>dub.</LblR></Au></Obj><XR>see<Ref>παραπαφίσκω</Ref></XR> </vS1> </VE>', 'key': 'παραπατάω'}