Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράνομος
παράνους
πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
παραξιφίς
παραξόνιον
παρᾱ́ορος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παραπέμπω
παραπετάννῡμι
παραπεπληγμένος
παραπέτασμα
παραπέτομαι
View word page
παρα-πάλλομαι
παρα-πάλλομαιmid.vb of a runnerbound along besidew.dat.a chariotE.

ShortDef

to bound beside

Debugging

Headword:
παραπάλλομαι
Headword (normalized):
παραπάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπαλλομαι
IDX:
31059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31060
Key:
παραπάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-πάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-πάλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a runner</Indic><Tr>bound along beside</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a chariot<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραπάλλομαι'}