Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκονῑτικός
ἀκόνῑτον
ᾱ̓κοντί
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστῡ́ς
ἀκοντοβόλος
ᾱ̓κόντως
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἄκος
View word page
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστικόςή όνadjskilled at javelin-throwingX.

ShortDef

skilled in throwing the javelin

Debugging

Headword:
ἀκοντιστικός
Headword (normalized):
ἀκοντιστικός
Headword (normalized/stripped):
ακοντιστικος
IDX:
3105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3106
Key:
ἀκοντιστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀκοντιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκοντιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>skilled at javelin-throwing</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκοντιστικός'}