Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
παράνους
πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
παραξιφίς
παραξόνιον
παρᾱ́ορος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
View word page
παρά-ξενος
παρά-ξενοςονadjξένος2 fig., of persons, envisaged as coinsillegally foreigni.e. not qualified as Athenian citizensAr.

ShortDef

half-foreign, counterfeit

Debugging

Headword:
παράξενος
Headword (normalized):
παράξενος
Headword (normalized/stripped):
παραξενος
IDX:
31054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31055
Key:
παράξενος

Data

{'headword_display': '<b>παρά-ξενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρά-ξενος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξένος<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of persons, envisaged as coins</Indic><Tr>illegally foreign<Expl>i.e. not qualified as Athenian citizens</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παράξενος'}