Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
παράνους
πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
παραξιφίς
παραξόνιον
παρᾱ́ορος
View word page
παρανόμημα
παρανόμημαατοςn illegal act, crimeTh. Plb. Plu.wrong, outragePlb.

ShortDef

an illegal act, transgression

Debugging

Headword:
παρανόμημα
Headword (normalized):
παρανόμημα
Headword (normalized/stripped):
παρανομημα
IDX:
31047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31048
Key:
παρανόμημα

Data

{'headword_display': '<b>παρανόμημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρανόμημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>illegal act, crime</Tr><Au>Th. Plb. Plu.</Au><nS2><Tr>wrong, outrage</Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'παρανόμημα'}