Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρανᾱ́λωμα
παρανέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
παράνους
πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
παραξιφίς
View word page
παρ-ανοίγνῡμι
παρ-ανοίγνῡμιvb open with extra forceforce opengates and doorsD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρανοίγνῡμι
Headword (normalized):
παρανοίγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
παρανοιγνυμι
IDX:
31045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31046
Key:
παρανοίγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-ανοίγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-ανοίγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>open with extra force</Def><Tr>force open</Tr><Obj>gates and doors<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρανοίγνῡμι'}