Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρανᾱλίσκω
παρανᾱ́λωμα
παρανέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
παράνους
πάραντα
παρανυκτερεύω
παρᾴξᾱς
παράξενος
View word page
παράνοια
παράνοιαᾱςf derangement, madness, insanityA. E. Ar. Att.orats. Pl.

ShortDef

derangement, madness

Debugging

Headword:
παράνοια
Headword (normalized):
παράνοια
Headword (normalized/stripped):
παρανοια
IDX:
31044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31045
Key:
παράνοια

Data

{'headword_display': '<b>παράνοια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράνοια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>derangement, madness, insanity</Tr><Au>A. E. Ar. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'παράνοια'}