Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναίομαι
παρανᾱλίσκω
παρανᾱ́λωμα
παρανέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
παράνους
View word page
παρα-νῑ́σομαι
παρα-νῑ́σομαιalsoπαρανίσσομαιAR.mid.vb of a ship, sailors go pastan island, a peoplehHom. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρανῑ́σομαι
Headword (normalized):
παρανῑ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
παρανισομαι
IDX:
31040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31041
Key:
παρανῑ́σομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-νῑ́σομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-νῑ́σομαι<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>παρανίσσομαι</FmHL><Au>AR.</Au></VL></HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a ship, sailors</Indic> <Tr>go past</Tr><Obj>an island, a people<Au>hHom. AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρανῑ́σομαι'}