Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραμῡκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναίομαι
παρανᾱλίσκω
παρανᾱ́λωμα
παρανέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομίᾱ
παράνομος
View word page
παρα-νῑκάω
παρα-νῑκάωcontr.vb of female passion pervert and conquer, selfishly subvertwedded unionsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρανῑκάω
Headword (normalized):
παρανῑκάω
Headword (normalized/stripped):
παρανικαω
IDX:
31039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31040
Key:
παρανῑκάω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-νῑκάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-νῑκάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of female passion</Indic> <Tr>pervert and conquer, selfishly subvert</Tr><Obj>wedded unions<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρανῑκάω'}