Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραμῡθητικός
παραμῡθίᾱ
παραμῡ́θιον
παραμῡκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναίομαι
παρανᾱλίσκω
παρανᾱ́λωμα
παρανέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανῑκάω
παρανῑ́σομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνῡμι
παρανομέω
View word page
παρα-νέομαι
παρα-νέομαιmid.contr.vb of sailors go pasta landmarkAR.

ShortDef

go or pass by

Debugging

Headword:
παρανέομαι
Headword (normalized):
παρανέομαι
Headword (normalized/stripped):
παρανεομαι
IDX:
31036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31037
Key:
παρανέομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-νέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-νέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of sailors</Indic> <Tr>go past</Tr><Obj>a landmark<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρανέομαι'}