Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
παραμήκης
παραμηρίδια
παραμίγνῡμι
παραμιλλάομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίσγω
παραμόνιμος
παράμουσος
παραμπίσχω
παραμπυκίδδω
παραμῡθέομαι
παραμῡθητικός
παραμῡθίᾱ
παραμῡ́θιον
παραμῡκάομαι
παραναγιγνώσκω
View word page
παραμίσγω
παραμίσγωIon.vbseeπαραμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμίσγω
Headword (normalized):
παραμίσγω
Headword (normalized/stripped):
παραμισγω
IDX:
31020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31021
Key:
παραμίσγω

Data

{'headword_display': '<b>παραμίσγω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παραμίσγω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παραμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παραμίσγω'}