Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
παραμήκης
παραμηρίδια
παραμίγνῡμι
παραμιλλάομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίσγω
παραμόνιμος
παράμουσος
παραμπίσχω
παραμπυκίδδω
παραμῡθέομαι
παραμῡθητικός
παραμῡθίᾱ
παραμῡ́θιον
παραμῡκάομαι
View word page
παρα-μίμνω
παρα-μίμνωvb stay behindin a placeremain, linger Od.

ShortDef

to abide, tarry

Debugging

Headword:
παραμίμνω
Headword (normalized):
παραμίμνω
Headword (normalized/stripped):
παραμιμνω
IDX:
31019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31020
Key:
παραμίμνω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-μίμνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-μίμνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>stay behind<Expl>in a place</Expl></Def><Tr>remain, linger</Tr> <Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραμίμνω'}