Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραμείγνῡμι
παραμελέω
παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
παραμήκης
παραμηρίδια
παραμίγνῡμι
παραμιλλάομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίσγω
παραμόνιμος
παράμουσος
παραμπίσχω
παραμπυκίδδω
παραμῡθέομαι
παραμῡθητικός
παραμῡθίᾱ
View word page
παρ-αμιλλάομαι
παρ-αμιλλάομαιmid.contr.vb of a writerout-rival, surpass othersPlb.

ShortDef

outvie, outdo

Debugging

Headword:
παραμιλλάομαι
Headword (normalized):
παραμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμιλλαομαι
IDX:
31017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31018
Key:
παραμιλλάομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αμιλλάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-αμιλλάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a writer</Indic><Tr>out-rival, surpass</Tr> <Obj>others<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραμιλλάομαι'}