Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
παραμείγνῡμι
παραμελέω
παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
παραμήκης
παραμηρίδια
παραμίγνῡμι
παραμιλλάομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίσγω
παραμόνιμος
παράμουσος
παραμπίσχω
View word page
παρ-αμεύσασθαι
παρ-αμεύσασθαιdial.aor.mid.infonly 3sg.subj.
παραμεύσεται
surpasssomeonew.dat.in beautyPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμεύσασθαι
Headword (normalized):
παραμεύσασθαι
Headword (normalized/stripped):
παραμευσασθαι
IDX:
31013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31014
Key:
παραμεύσασθαι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αμεύσασθαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-αμεύσασθαι</HL><PS>dial.aor.mid.inf</PS><FG><Tns><Lbl>only 3sg.subj.</Lbl><Form>παραμεύσεται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>surpass</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in beauty</Expl><Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραμεύσασθαι'}