Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
παραμείγνῡμι
παραμελέω
παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
παραμήκης
παραμηρίδια
παραμίγνῡμι
παραμιλλάομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίσγω
παραμόνιμος
View word page
παρ-ᾱ́μερος
παρ-ᾱ́μεροςονdial.adjἡμέρᾱ of a blessingcoming day by day, dailyPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρᾱ́μερος
Headword (normalized):
παρᾱ́μερος
Headword (normalized/stripped):
παραμερος
IDX:
31011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31012
Key:
παρᾱ́μερος

Data

{'headword_display': '<b>παρ-ᾱ́μερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρ-ᾱ́μερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ἡμέρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a blessing</Indic><Tr>coming day by day, daily</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρᾱ́μερος'}