Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
παραμείγνῡμι
παραμελέω
παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
παραμετρέω
παραμεύσασθαι
View word page
παράλυσις
παράλυσιςεωςfπαραλῡ́ω paralysisw.gen.of spirit, fig.ref. to feeling helplessPlb.

ShortDef

a loosening by the side: paralysis, palsy

Debugging

Headword:
παράλυσις
Headword (normalized):
παράλυσις
Headword (normalized/stripped):
παραλυσις
IDX:
31003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31004
Key:
παράλυσις

Data

{'headword_display': '<b>παράλυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράλυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παραλῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>paralysis<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of spirit, fig.ref. to feeling helpless</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράλυσις'}