Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
παραμείγνῡμι
παραμελέω
παραμελορυθμοβάτᾱς
παραμένω
παρᾱ́μερος
View word page
παρ-άλπιος
παρ-άλπιοςονadjἌλπεις of a peopleliving near the AlpsPlu.

ShortDef

dwelling near the Alps

Debugging

Headword:
παράλπιος
Headword (normalized):
παράλπιος
Headword (normalized/stripped):
παραλπιος
IDX:
31001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31002
Key:
παράλπιος

Data

{'headword_display': '<b>παρ-άλπιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρ-άλπιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>Ἄλπεις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>living near the Alps</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παράλπιος'}