Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
παραμείγνῡμι
View word page
παραλογιστικός
παραλογιστικόςή όνadjof an argumentfallaciousArist.

ShortDef

fallacious

Debugging

Headword:
παραλογιστικός
Headword (normalized):
παραλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
παραλογιστικος
IDX:
30997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30998
Key:
παραλογιστικός

Data

{'headword_display': '<b>παραλογιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραλογιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an argument</Indic><Tr>fallacious</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραλογιστικός'}